- σιτοπαραγωγός
- οαυτός που καλλιεργεί και παράγει σιτηρά: Οι σιτοπαραγωγοί θα αποζημιωθούν για τη ζημιά που έπαθαν από το χαλάζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιτοπαραγωγός — ό, Ν 1. (για τόπους) αυτός που παράγει σιτάρι («σιτοπαραγωγός περιοχή») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σιτοπαραγωγός αυτός που καλλιεργεί και πωλεί σιτηρά («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδά τους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + παραγωγός. Η λ … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πυροφορώ — (I) έω, Α [πυροφόρος (Ι)] είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.). (II) έω, Α [πυροφόρος (II)] (για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι… … Dictionary of Greek
πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοπαραγωγικός — ή, ό, Ν [σιτοπαραγωγός] αυτός που αναφέρεται στην παραγωγή σιταριού … Dictionary of Greek
σιτοφόρος — α, ο / σιτοφόρος, ον, ΝΜΑ (για τόπο) αυτός που παράγει σιτάρι, σιτοπαραγωγός («κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν», Φιλ.) αρχ. (για υποζύγια) αυτός που μεταφέρει σιτηρά και, γενικά, αυτός που μεταφέρει τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φόρος* (< φέρω),… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek